καλτσάδικο

καλτσάδικο
το
εργαστήριο κατασκευής καλτσών: Αγόρασα φτηνά τις κάλτσες από το καλτσάδικο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλτσάδικο — το 1. εργαστήριο κατασκευής καλτσών, καλτσοπλεκτήριο 2. κατάστημα πωλήσεως καλτσών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”